Είναι συνήθως άχαρη η μετάβαση όταν πας να επισκεφτείς παλαιά μέρη που σύχναζες ή να ξαναβρεθείς με παλιούς φίλους μετά από χρόνια. Οι άνθρωποι και τα μέρη έτσι και αλλιώς αλλάζουν, όπως και εμείς, αλλά παρόλα αυτά υπάρχει πάντα η προσδοκία να μείνουν όλα όπως τα θυμόμαστε.
Αυτό ίσως να είναι και το πιθανό εμπόδιο για τους παλιούς οπαδούς των Burlap to Cashmere, των οποίων η πρωταρχική ενασχόληση με την μουσική σκηνή, Anybody Out There?, και κυκλοφόρησε πριν 13 χρόνια. Το ντεμπούτο τους χάρισε ένα βραβείο Dove ως Rock άλμπουμ της χρονιάς και τουρνέ με τους τότε γίγαντες Jars of Clay.
Τώρα στο μονοπάτι της επιστροφής οι Burlap To Cashmere δεν είναι η ίδια μπάντα που θυμάστε. Είτε είναι η αλλαγή από επτά μέλη σε τρια είτε μια “απλουστευμένη” προσέγγιση που περιγράφεται από τον κύριο στιχουργό Steve Delopoulos, οι οπαδοί θα πρέπει να περιμένουν μεγάλες αλλαγές. Αλλά αυτό είναι καλό, όπως λέει ο Δελόπουλος, που πιστεύει ότι οι ακροατές τους έχουν μεγαλώσει όπως και αυτός και θα εκτιμήσουν τα πιο προσιτά τραγούδια.
“Πιστεύω ότι τότε έγραφα τραγούδια πλατείας και ενός ζωντανού προγράμματος”, λέει ο Δελόπουλος. “Μεγάλωσα γύρω από θέατρα και έτσι ήξερα πόσο σημαντική είναι η σκηνή. Ήξερα πόσο σημαντικά είναι τα ζωντανά στοιχεία σε μια σκηνή. Και γι’ αυτό έγραφα. Μπορεί κάποιοι να διαφωνούν με αυτή την τακτική, αλλά γι’ αυτό πολλά τραγούδια από τον πρώτο μας δίσκο δεν τα καταλάβαιναν οι ακροατές μέχρι που μας έβλεπαν να τα παίζουμε ζωντανά πάνω στη σκηνή. Κάτι που ακούγαμε συχνά ήταν ‘Όταν έπαιζα το δίσκο στο σπίτι δεν έπιανα το νόημα, αλλά αφού σας είδα να τα παρουσιάζεται, τα απολαμβάνω'”.
Ο Δελόπουλος στο μεσοδιάστημα κυκλοφόρησε δύο προσωπικούς δίσκους και ενώ έλειπε από την μπάντα ο ίδιος λέει ότι βρήκε τα παλιά σημεία αναφοράς μέσα στους παλιούς καλλιτέχνες που τον επηρέασαν. Αναφέρει τους Paul Simons, τα πρώτα του Cat Stevens, Bob Dylan και Van Morrison ως έμπνευση που διακρίνετε στο νέο δίσκο Burlap to Cashmere. Έναν δίσκο που μπλέκει την Ελληνική τους καταγωγή με παραδιοσιακά/ποπ ευαισθησίες.
Βέβαια το καινούργιο στυλ είναι αποτέλεσμα μικρότερου σχήματος της μπάντας. Ο ξάδερφος του Δελόπουλου, Γιάννης Φιλλιπίδης, στην κιθάρα και ο Teddy Pagano στα τύμπανα κάνουν την τριάδα της μπάντας. Αυτό το μικρό, συμπαγές, σχήμα συμπληρώνει την στιχουργική προσέγγιση του Δελόπουλου.
“Όταν έγραφα για τους Burlap to Cashmere είχα το περιθώριο να το κάνω γιατί ήμασταν μεγάλο συγκρότημα” λέει ο Δελόπουλος. “Υπήρχαν άλλοι επτά μαζί μου τότε. Αυτό το άλμπουμ όμως είναι πιο απλό. Είναι βασισμένο καθαρά πάνω στην folk μουσική. Όταν ο Γιάννης βάζει τις αρμονίες έρχεται και δένει. Είναι ζουμερή παραδοσιακή μουσική που μπορείς να αγγίξεις.”
Στιχουργικά ο Δελόπουλος εστιάζει εκ νέου σε για κάτι που έχει ξαναγράψει: θάνατος και ανάσταση. Περιγράφει μια πάλη ζωής που μαθαίνει να θανατώνει πνευματικά τον εαυτό του και μαθαίνει να βάζει συμβολισμούς και εικόνες, που βγάζουν νόημα, μέσα στη μουσική.
“Τα περισσότερα τραγούδια του Anybody τα έγραψα όταν ήμουν 15-16 χρονών,” εξηγεί. “Ήταν μια φάση που προσπαθούσα να εντυπωσιάσου τους γύρω μου. Καθώς μεγάλωσα αρκετές μελωδίες ήταν για παρόμοια πράγματα, θάνατος και ανάσταση. Μιλάμε για τον θάνατο και την Ανάσταση του Χριστού, αλλά η Βίβλος μιλάει και για το βάπτισμα και την ανάγκη μας για ανάσταση μαζί με τον Χριστό. Οπότε όταν λέω ‘θάνατος και ανάσταση’ και με ρωτάνε αν είναι βιβλικό, τους απαντώ ‘Φυσικά! Είναι κάτι για το οποίο μοχθώ'”
Παρόλου που πολύ καλλιτέχνες έχουν μιλήσει για το θέμα, η ιδιαίτερη καταγωγή του Δελόπουλου, του δίνει μια επίσης ιδιαίτερη οπτική γωνία μέσα από την θρησκεία και το φαγητό.
“Είμαι Έλληνας Ορθόδοξος και οι κληρικοί/παπάδες φοράνε μαύρα για να συμβολίσουν τον θάνατο στο σώμα τους,” μας λέει. “Οπότε για μένα, το να γράφω αυτούς του στίχους, είναι σαν μια κλωτσιά στα πισινό για να με πάει εκεί που πρέπει να είμαι. Είναι θεραπευτικό. Επίσης, επειδή είμαι Έλληνας, αγαπάω το φαγητό. Μαγειρεύει η μητέρα μου και είναι υπέροχα. Χρειάζομαι αυτή την εμπειρία, αυτή τη γεύση και όχι απλά μια νοητική αντίληψη.”
[nggallery id=16]